χοντράδα

χοντράδα
η
1) грубость, неотёсанность; 2) пошлость, вульгарность; 3) см. χοντράδι 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "χοντράδα" в других словарях:

  • χοντράδα — η 1. χοντροειδής συμπεριφορά, χωριατιά: Δεν την υποφέρω τη χοντράδα αυτού του ανθρώπου. 2. χοντράδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοντράδα — και χονδράδα, η, Ν 1. αγενής και ανάρμοστη συμπεριφορά, λόγος ή πράξη 2. χοντράδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρός /χονδρός + κατάλ. –άόα (πρβλ. γυαλ άδα, κρυ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • χονδράδα — η, Ν βλ. χοντράδα …   Dictionary of Greek

  • χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»